κουβαρίς

κουβαρίς
κουβαρίς, -ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: `wood-louse' (Dsc. 2, 35 tit.).
Derivatives: Diminut. of κόβαρος ὄνος (`id.'; cod. ἄνθρωπος, i. e. ἄνο̄ς) H. Another diminutiveformation is NGr. κουβάρι `clew' (Kukules Λεξ. ῎Αρχ. 5, 34) with the denomin. κουβαρίζω (v. l. -ιάζω) = μηρύομαι, i. e. `wind (together)' (sch. Theoc. 1, 29, also NGr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After K. (s. also Strömberg Wortstud. 12) the animal was so called, because it can roll itself together; it is also possible, that the clew has its name from the `wood-louse'. The word is unexplained.
Page in Frisk: 1,934

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουβαρίς — κουβαρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος εντόμου που μαζεύεται σαν κουβάρι μπροστά σε κίνδυνο, ο ίουλος ή ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κουβαρίς και κουβάριον είναι υποκορ. τής λ. κόβαρος ὄνος (κατά τον Ησύχ.), η οποία είναι άγνωστης ετυμολ.) Το έντομο αυτό έλαβε… …   Dictionary of Greek

  • κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”